Κωνσταντίνος της Ιμερετίας (1789-1844)
Κωνσταντίνος της Ιμερετίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 4 Ιουλίου 1789 |
Θάνατος | 3ιουλ. / 15 Μαΐου 1844γρηγ. Μόσχα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Nino Imeretinsky Constantine Imeretinsky Αλέξανδρος Ιμερετίνσκυ |
Γονείς | Δαυίδ Β΄ της Ιμερετίας και Anna Orbeliani, Queen Consort of Imereti |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | υποστράτηγος |
Θυρεός | |
Ο Κωνσταντίνος Δ΄, γεωργιανά: კონსტანტინე, Κωνσταντίνε; ρωσικά: Константин Давидович Имеретинский, Koνσταντίν Νταβίντοβιτς Ιμερετίνσκυ) (4 Ιουλίου 1789 – 3 Μαΐου 1844) ήταν Γεωργιανός βασιλικός πρίγκιπας (batonishvili), που ανήκε στον κλάδο τού Ιμερέτι τού Οίκου των Μπαγκρατιόνι. Γιος τού βασιλιά Δαβίδ Β΄ τού Ιμερέτι, ο Κωνσταντίνος αναγνωρίστηκε ως κληρονόμος από τον Σολομώντα Β΄, ο οποίος τον είχε υιοθετήσει. Η διαδοχή του Κωνσταντίνου στο θρόνο τού Ιμερέτι αποκλείστηκε από τη ρωσική προσάρτηση αυτής της χώρας το 1810. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος εισήλθε στη ρωσική αυτοκρατορική στρατιωτική θητεία, όπου ανήλθε στο βαθμό του Υποστράτηγου.
Πρώιμη ζωή και αιχμαλωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος ήταν γιος του βασιλιά Δαβίδ Β' τού Ιμερέτι και της Άννα Ορμπελιάνι. Σε ηλικία τριών ετών, παραδόθηκε από τον πατέρα του ως όμηρος στον Σολομώντα Β΄, ο οποίος είχε κερδίσει έναν αγώνα για την εξουσία και είχε εκθρονίσει τον Δαβίδ το 1791. Όταν ο Δαβίδ προσπάθησε να ανακτήσει τον θρόνο το 1792, ο Σολομών φυλάκισε τον Κωνσταντίνο στο κάστρο του Μουχούρι. [1] Όταν ο Δαβίδ Β΄ απεβίωσε εξόριστος στο οθωμανικό πασαλίκι τού Αχαλτσίχε το 1795, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σε μία συγκρουσιακή κατάσταση: έγινε ο μοναδικός διάδοχος τού θρόνου, ως ο πλησιέστερος νόμιμος συγγενής εξ αίματος τού άτεκνου απαγωγέα τού, Σολομώντα Β΄. [2]
Τον Μάρτιο του 1802, η χήρα του Δαβίδ, βασίλισσα Άννα, παρενοχλούμενη από τον Σολομώντα, δραπέτευσε από το Ιμερέτι και έκανε αίτηση στον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ της Ρωσίας για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση τού γιου του. [3] Ο Ρώσος διπλωμάτης Aλεξάντρ Σοκόλοφ έφτασε στο Ιμερέτι για διαπραγματεύσεις, αλλά ο Σολομών ήταν ανένδοτος, καθώς φοβόταν ότι οι Ρώσοι θα υποστήριζαν την αξίωση τού πιο επιδεκτικού Κωνσταντίνου για τον θρόνο. Μετά από μακροχρόνιες απειλές και δωροδοκία από τον Ρώσο διοικητή στον Καύκασο, πρίγκιπα Τσιτσιάνοφ, ο Σολομών συμφώνησε να απελευθερώσει τον Κωνσταντίνο, υπό τον όρο ότι δεν θα έμενε για πολύ στην Τιφλίδα, την πρωτεύουσα των γεωργιανών κτήσεων της Ρωσίας, και να φύγει για τη Ρωσία το συντομότερο δυνατό. [4] Η βασίλισσα Άννα συμφώνησε επίσης σε αυτόν τον συμβιβασμό και ο Κωνσταντίνος συνοδεύτηκε στην Τιφλίδα στις 30 Μαΐου 1803. [3] Τον Απρίλιο του 1804, ο Σολομών αναγκάστηκε να δεχτεί τη ρωσική επικυριαρχία στη Σύμβαση τού Ελαζναούρι και, σε μία από τις διατάξεις της, αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο ως διάδοχό του. [4] [5]
Απόδραση και εξέγερση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος διέμενε στην Τιφλίδα υπό την επίβλεψη των Ρώσων μέχρι τον Ιούνιο του 1804, όταν, ανήσυχος ότι οι ρωσικές αρχές σκέφτηκαν να τον επανεγκαταστήσουν στη Ρωσία, εκμεταλλεύτηκε την αναχώρηση τού Τσιτσιάνοφ για την εκστρατεία τού Εριβάν και διέφυγε στο Ιμερέτι. Εκεί βρήκε καταφύγιο στο κτήμα τού κουνιάδου του, πρίγκιπα Νταβίντ Αγιασβίλι. Ο Σολομών συμφιλιώθηκε με τον Κωνσταντίνο και τού παραχώρησε πολλά κάστρα και χωριά, όπως το Τσχάρι και το Tσιρκβάλι, ως την πριγκιπική του ιδιοκτησία (sabatonishvilo). Μία ομάδα Ρώσων στρατιωτών, που στάλθηκαν πίσω του δεν κατάφερε να τον προσπεράσει. Ούτε απειλές, ούτε πειθώ μπόρεσαν να αναγκάσουν τον Κωνσταντίνο να επιστρέψει στην Τιφλίδα. Ο Σολομών, ομοίως, απέρριψε επανειλημμένα αιτήματα της ρωσικής κυβέρνησης να τον παραδώσει. [4] [6]
Καθώς οι σχέσεις τού Σολομώντα με τη Ρωσία επιδεινώθηκαν σταδιακά, ο Τσάρος Αλέξανδρος διέταξε να καθαιρεθεί ο Σολομών και, μαζί με τον κληρονόμο του Κωνσταντίνο, να εκτοπιστεί από το Ιμερέτι. Τον Φεβρουάριο του 1810 ο ρωσικός στρατός προχώρησε για την κατάκτηση τού Ιμερέτι. Ο Κωνσταντίνος ήταν μαζί με τον Σολομώντα, ενθαρρύνοντάς τον να αντισταθεί, έως ότου ο βασιλιάς αποφάσισε τελικά να συνθηκολογήσει τον Μάρτιο του 1810. [7] Τον Απρίλιο τού 1810, ο Κωνσταντίνος επίσης παραδόθηκε και, μη μπορώντας να λάβει άδεια να ζήσει ως ιδιώτης στην ιδιοκτησία του, διατάχθηκε να μετακομίσει στη Ρωσία. [8] Στις 31 Ιουλίου έφυγε από την Τιφλίδα για την Αγία Πετρούπολη.
Η ζωή στη Ρωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1812, με διάταγμα του Τσάρου, ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος κατατάχθηκε στο Σύνταγμα Κοζάκων Σωματοφυλάκων ως λοχαγός και προήχθη σε ανθυπασπιστής τού Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Το 1813 μετατέθηκε στο Σύνταγμα των Ουσάρων Σωματοφυλάκων. Πήρε μέρος στον πόλεμο κατά της Ναπολεόντειας Γαλλίας από το 1812 έως το 1814. [9] Το 1817, ο Κωνσταντίνος έγινε υποστράτηγος και διορίστηκε διοικητής της 1ης ταξιαρχίας της 1ης μεραρχίας ουσάρων. [10] Τού απονεμήθηκαν τα ρωσικά παράσημα τού Αγ. Βλαντιμίρ, 4ης Τάξης, της Αγ. Άννας, 1ης Τάξης και τού Αγ. Γεωργίου, 4ης Τάξης. [9]Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος αποσύρθηκε από τη στρατιωτική θητεία το 1838. Απεβίωσε στη Μόσχα το 1844 και τάφηκε στο μοναστήρι Ντόνσκοι. [9]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νυμφεύτηκε τρεις φορές. Πρώτα, πήρε την πριγκίπισσα Aναστασία Aμπαχίντζε το 1806 και τη χώρισε το 1815. Είχαν δύο παιδιά: [10]
- Νίνα (1807–1847), παντρεύτηκε τον Ιβάνο Αντρονικασβίλι (1796-1868), στρατηγό τού ιππικού, κυβερνήτη της Τιφλίδας.
- Γεώργιος (1809–1819), απεβ. 10 ετών.
Ο Κωνσταντίνος νυμφεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Μαρία Τερέζα Ντένις Λόπες ντα Σίλβα, κόρη Πορτογάλου διπλωμάτη, το 1822 και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά: [10]
- Κωνσταντίνος (1827-1885). Είχε τέκνα:
- Μιχαήλ (1843-1892),
- Γεώργιος (1872-1932),
- Γεώργιος (1897-1972),
- Κωνσταντίνος (1898-1978),
- Μιχαήλ (1900-1975),
- Αλέξανδρος (1875-1906),
- Γεώργιος (1872-1932),
- Νικολάι (1848-1897),
- Βλαντιμίρ (1850-1902),
- Μαρία (1857-1925).
- Μιχαήλ (1843-1892),
- Νικολόζ (1830–1894), υποστράτηγος.
Τρίτον, ο Κωνσταντίνος νυμφεύτηκε την Eκατερίνα Σεργκέγιεβνα Στραχόβα (απεβ. στις 22 Οκτωβρίου 1875) και απέκτησε ένα παιδί μαζί της: [10]
- Αλέξανδρος (1837–1900)
Στον Κωνσταντίνο επετράπη να διατηρήσει τον τίτλο του tsarevich ("βασιλικού πρίγκιπα"), και τα παιδιά του εξομοιώθηκαν με τη ρωσική αριστοκρατία πριγκίπων (knyaz) το 1812. Αυτοί και οι απόγονοί τους έφεραν τον τίτλο και το επίθετο των πριγκίπων και πριγκιπισσών Ιμερετίνσκι (Иμереτински, Имеретинский), με τον χαρακτηρισμό της «Γαλήνιας Υψηλότητας» (Светлейший князь) που προστέθηκε στην εκφώνησή τους, όπως καθορίστηκε από το Κρατικό Συμβούλιο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις 20 Ιουνίου 1865. [11] Αυτή η γραμμή έχει εκλείψει από άρρενα μέλη το 1978. [12]
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Belyavsky, N.N., επιμ. (1901). Утверждение русского владычества на Кавказе. Том I (PDF) (στα Russian). Tiflis: Y. I. Liberman Typography.
- Belyavsky, N.N., επιμ. (1902). Утверждение русского владычества на Кавказе. Том II (PDF) (στα Russian). Tiflis: Y. I. Liberman Typography.
- Berge, Adolf, επιμ. (1868). Акты, собранные Кавказскою Археографическою коммиссиею. Т. II (PDF) (στα Russian). Tiflis: Typography of the Chief Administration of the Viceroy of Caucasus.
- Dumin, Stanislav, επιμ. (1996). (στα Russian). Moscow: Linkominvest. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - Gogitidze, Mamuka (2007). Военная элита Кавказа: Генералы и адмириалы из Грузии [Military elite of the Caucasus: Generals and Admirals from Georgia] (στα Russian). Tbilisi: Research Center of History of Georgian-Caucasian Relations.
- Gvosdev, Nikolas K. (2000). Imperial policies and perspectives towards Georgia, 1760–1819. New York: Palgrave. ISBN 0312229909.
- Rayfield, Donald (2012). Edge of Empires: A History of Georgia. London: Reaktion Books. ISBN 978-1780230306.
Παραπομπές σε πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Rayfield 2012.
- ↑ Gvosdev 2000, σελ. 108.
- ↑ 3,0 3,1 Gvosdev 2000, σελ. 109.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Berge 1868.
- ↑ Belyavsky & Potto 1901.
- ↑ Gvosdev 2000, σελ. 126.
- ↑ Belyavsky & Potto 1902.
- ↑ Gvosdev 2000, σελ. 131.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Gogitidze 2007, σελ. 62.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 Dumin 1996, σελ. 91.
- ↑ Dumin 1996.
- ↑ Dumin 1996, σελ. 90.